Μια κυνηγετική ιστορία με λογοτεχνική πινελιά από τον συντοπίτη μας Δημήτρη Μακρυγιάννη.
Βεγορίτιδα Λίμνη. φωτό: Δημήτρης Μακρυγιάννης |
Όταν ο Παύλος έλυσε το σκοινί από τον
γάντζο, που κράταγε σφηνωμένη την μικρή βαρκούλα επάνω στο τρέιλερ, ένας οξύς
θόρυβος τραυμάτισε την γαλήνη του πρωϊνού και το μικρό μας πλεούμενο σύρθηκε με
την πρύμνη του στο λασπωμένο έδαφος.
Φτου γαμώτο, βλαστήμησε ο Παύλος, και τα χέρια του ανασηκώθηκαν με αγανάκτηση.
Δημήτρη, μου κάνει ερχόμενος πιο κοντά, κάθε θόρυβος τέτοια ώρα κάνει ζημιά, είπε χαμηλόφωνα, κάνοντάς με να σβήσω τον
μικρό φακό που κρατούσα στο χέρι μου, ακούς τι γίνεται πίσω; η Λίμνη είναι
γεμάτη.
Εμείς φεύγουμε, χαμηλοφώνησε ο
Παναγιώτης πιο πέρα που κουβάλαγε τα πράγματά του, για να πάει με τον Μάκη στην
άλλη Βαρκούλα που την είχαν πάει εκεί από βραδύς. Θα είμαστε εκεί στην φυλάχτρα
που ξέρεις, εντάξει; Έγινε ρε Εντάξει, ανταπέδωσε ο Παύλος συμπληρώνοντας: Το
νου σας ρεεε και όχι χαμηλές τουφεκιές, εντάξει; Φορτωμένοι με τ` απαραίτητα ο Παναγιώτης με
τον Μάκη, χάθηκαν μεσ` το μισοσκόταδο ανάμεσ` από ήχους και πλατσουρητά, που
άφηναν τα βαριά τους βήματα, δίπλα στον βαλτωμένο ακρολίμνιο χώρο που ανά πάσα
στιγμή παραμόνευε ο κίνδυνος γλιστρήματος και ανατροπής.
Έμεινα για λίγο σκεπτικός κι ακίνητος, τα
μάτια μου τρύπωσαν ερευνητικά στο σκoταδιασμένο
χάος που μας περιέβαλλε, ανατριχιάζοντας μπροστά στον άγνωστο Λιμνότοπο που
σίγουρα με κατέτασσε στους παρείσακτους επισκέπτες. Κάποια ογκώδης σκιά από τ`
αριστερά μας που έδινε με ασάφεια το βουνίσιο περίγραμμά της, τροφοδοτούσε με
περισσότερη ένταση κι ερωτηματικά το σκεπτικό μου για τον μυστηριώδη κόσμο της
Λίμνης που με μάγεψε προκλητικά όταν την πρωτοαντίκρισα πριν από 7 χρόνια. Και
νάσου πάλι σαν επιπόλαιο Σχολιαρόπαιδο, παραδομένος σ` επιθυμίες και παράτολμες
φαντασιώσεις, στέκομαι εκστατικός μπροστά σ` αυτόν τον μεγαλειώδη Υγρόκοσμο,
έτοιμος να μπω μέσα του και να τον κατακτήσω κυνηγώντας τον. Ήμαρτον Κύριε !!!
Ο Παύλος έσυρε, όλο νεύρο, αλλά αθόρυβα
την Βαρκούλα μέχρι την Λίμνη και όταν πλέον βάλαμε όλα τα χρειαζούμενα στην
λερωμένη από καλάμια και λασπόνερα γάστρα της, ανέβηκα και κάθισα με προσοχή
και καταμεσής στο στενό της ξυλοκάθισμα, για να γλιστρήσουμε σε λίγο με τον
Παύλο στα κουπιά, πάνω στο κοιμώμενο παγωμένο νερό, το μικρό Λιμναίο μας
ταξίδι. Μικροί τριγμοί κι ασύμμετρα ηχητικά Πλατςςςς - Πλουτςςςς, με συχνούς
γδούπους από τα χτυπήματά μας επάνω σε κορμούς νεκρών δένδρων από Μηλιές, που
είχε σκεπάσει το πλημμυρισμένο Λιμνόνερο μέσα στα δενδροχώραφα, ανέβαζαν
συνεχώς το άγχος και την αγωνία μου για το άγνωστο κυνηγετικό μου ταξίδι, που για
πρώτη φορά το ζούσα τόσο περίεργα και μοναδικά. Τ` αλλοπρόσαλλα φτερουγίσματα
από διάφορα Υδρόβια που ξεσηκώνονταν, οι αλλόκοτες κραυγίτσες από παντού και οι
συχνές συστάδες από πυκνές καλαμιές που μας ανάγκαζαν να πέσουμε επάνω και τρυπώσουμε ανάμεσά τους, συνέθεταν ένα
μαγεμένο σκοτεινό σκηνικό, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο χαλάρωσης και
ηρεμίας, μέσα σε τούτη την παγωμένη Υδρολεκάνη που δεν σου πάγωνε μόνο τα άκρα αλλά και την ανάσα που φάνταζε
σαν φουγαρόκαπνος. Το φεγγάρι, που όλο αυτό το μικρό διάστημα, είχε κρεμαστεί
σχεδόν μια σπιθαμή πάνω απ` τα δυτικά του Καιμακτσαλάν, για να χαθεί προς την
μεριά της Φλώρινας, έριχνε την τελευταία του φωτεινή γραμμή πάνω στην παγωμένη
γυαλάδα της Βεγορίτιδας, που έσβηνε αργά σαν μυστικό στα σκοτεινά βάθη του
μεγάλου Υδροβιότοπου.
Αγωνία....επιφυλακή...ετοιμότητα και κάθε τόσο η εκρηκτική απογείωση
κάποιων υδροβίων πουλιών, που δεν έβλεπα αλλά μόνο άκουγα, τέντωναν σαν
σφεντόνες τα νεύρα μου που βουτηγμένα στην αδρεναλίνη του απρόβλεπτου αναβάθμιζαν
τα μάτια και τις άλλες μου αισθήσεις σ` ένα πολύπλευρο ραντάρ εντοπισμού
οποιασδήποτε εικόνας ή θορύβου.
Σε λίγο ο Παύλος σταμάτησε να κωπηλατεί,
η βάρκα μας σύρθηκε μέσα σ` ένα καλαμιώνα και με την πλήρη κάλυψή του
ετοιμαστήκαμε για τα περαιτέρω. Πριν ακόμη γεμίσουμε τα όπλα μας και πριν
ρουφήξουμε μια τζούρα καφέ απ` το θερμός, ένα κοπάδι "καθαρά" μας
καβάλησαν κάνοντας την σαστιμάρα μας να εξελιχθεί σε άγαρμπη βιασύνη και χυδαίο
πεζοδρομιακό βρισίδι. Ακούστηκαν κι άλλα κοπαδάκια στο βάθος, και μάλιστα κάποια
ζευγαράκια πέρασαν άφοβα από πάνω μας όπου ο Παύλος έκανε τις πρώτες του
επιτυχημένες βολές. Η μουντάδα της νυχτιάς, γρήγορα πήρε την ταυτότητα του
πρωϊνού και οι τουφεκιές που ακούστηκαν από τον Παναγιώτη και τον Μάκη, πιο
πέρα αριστερά, μήνυσαν το εναρκτήριο
σάλπισμα της μεγάλης ημέρας που μόλις προσπαθούσε να ξεκινήσει. Το πρώτο
λιγοστό φως της ανατολής, θέλησε ν` αγκαλιάσει σιγά-σιγά, το απλωμένο ασύμμετρα
υγρό στοιχείο της Βεγορίτιδας που κατ` ανάγκην παρέδιδε αμαχητί, όσα μυστικά
δεν μπορούσε να κρύψει στο αχνοφώς της ημέρας που κάλπαζε κατακτητικά, ως
πολέμιος του φόβου και του σκοταδιού. Παρά το γεγονός ότι κάποια μουντά σύννεφα
θέλησαν να καθίσουν πλευρικά του Καιμακτσαλάν, παρασύροντας κι άλλα τέτοια
σταδιακά στον ουρανό μας, ένα απροσδόκητο παγωμένο ψιλόβροχο άρχισε να ραπίζει
κυριολεκτικά το ακάλυπτο πρόσωπό μου, κάνοντας το κρύο ιδιαίτερα αισθητό. Κι
όμως παρ` όλ` αυτά, μια ατέλειωτη ευχαρίστηση ζέσταινε την ψυχή μου, απ` τ`
αλλεπάλληλα περάσματα κοντά ή μακριά μας με κοπαδάκια ή μεμονωμένα πουλιά, που
άναψαν το τουφεκίδι και κάποια παπιά πήραν θέση μέσα στις βάρκες μας
στολίζοντας με την πολύχρωμη παρουσία
τους εικόνες, προσδοκίες, φαντασιώσεις. Νάτα, νάτα, νάτα, ακούω για μια
στιγμή τον Παύλο να τραυλίζει χαμηλόφωνα και νευρικά. Τρελάθηκα, ούτε μια
τζούρα καφέ δεν πρόλαβα να πιω. Μπροστά μας, μπροστά μας....έπιασε μπροστά μας
ένα κοπαδάκι. Σήκωσα δειλά το κεφάλι μου και σάρωσα τα νερά και τις καλαμιές
μπροστά μας. Ναι, τα είδα. Ένα μπουλούκι Σφυριχτάρια, καμιά πενηνταριά μέτρα
από μας, δίπλα στην μεγάλη συστάδα με τις καλαμιές, έπαιζε κολυμπώντας και
σφυρίζοντας την ώρα που εμένα κόντευε να ξεκολλήσει η καρδιά μου.
Δεν ήταν σε
απόσταση βολής, ακόμη κι αν τα τουφεκούσαμε και οι δυο μαζί , είναι ζήτημα αν
θα παίρναμε έστω κι ένα. Άστα εκεί για
κράχτες , άκουσα τον Παύλο να ψιθυρίζει, να.. θα δεις, σε λίγο θα έρθουν κι
άλλα. Μάγος ήτανε ; Σε λίγο 4-5
πλανάρανε πάνω απ` το κεφάλι μας και
χαμηλώνοντας για να πιάσουν στο νερό ο Παύλος έδωσε το σύνθημα: Τώρα Δημήτρη...Τώρα !!! Δεν ξέρω αν κείνη την ώρα είχε σταματήσει η
καρδιά μου, ταυτόχρονα όμως άδειασαν δυο Καραμπίνες και τρία πουλιά που έπεφταν
με διαδοχικά πλάτςςς επάνω στην Λίμνη,
ζωγράφισαν στα χείλη μας το πλατύ χαμόγελο της επιτυχίας, λες και μας
είχαν χαρίσει κι εγώ δεν ξέρω τι
πολύτιμο !!
Η μέρα είχε μπει για τα καλά, το τουφεκίδι
είχε σχεδόν σταματήσει κι όλα έδειχναν ότι τα πουλιά συγκεντρώθηκαν στα κεντρώα
μέρη της Μεγάλης Λίμνης, όπου η ασφάλεια τους ήταν δεδομένη.
Ήλιος, φως, σχεδόν καθαρισμένος από
σύννεφα ο ουρανός και η μικρή μας βαρκούλα γλίστραγε πάνω στα πεντακάθαρα
Λιμνόνερα που από κάτω φαινόταν το χορτάρι των χωραφιών, που ανεβαίνοντας το
νερό τα πλημμύρισε όλα, προσθέτοντας τουλάχιστον 4 μέτρα ύψος. Οι νεκροί
σκελετοί των κατά σειρά Δενδροκαλλιεργειών, που σχεδόν καλύφθηκαν εντελώς απ`
το νερό, έμοιαζαν με ευρήματα μιας άλλης εποχής που ζωντάνευαν ίσως το
παμπάλαιο σλόγκαν: Με την φύση και τον θεό κανείς δεν τα βάζει.
Η βολτούλα που κάναμε για να μαζέψουμε τα
πεσμένα πουλιά ήταν πανέμορφη έως μαγευτική. Αυτά που την νύχτα με απειλούσαν
σαν φαντάσματα ή δαιμονισμένες σκιές, έδειχναν τώρα τόσο όμορφα και φιλικά, που
δεν μου έκανε όρεξη να βγούμε απ` την Λίμνη. Ο μόνος και μεγάλος εχθρός, για
μένα τουλάχιστον, σαν καλομαθημένο παιδί του Νότου, ήταν οι πολύ χαμηλές
θερμοκρασίες που δεν ξεπέρασαν οι άθλιες, τους 2 βαθμούς πάνω απ το μηδέν, κρατώντας
συνεχώς τ` ακροδάχτυλά μου παγωμένα.
Με καφεδάκια, τσίπουρα, μεζεδάκια κι
ορεκτικά, πέρασαν οι υπόλοιπες ώρες της ημέρας, με τους αγαπητούς μου φίλους
τον Παύλο Σιδερά, τον Παναγιώτη Παπαγιαννίδη και τον Μάκη Τσιτιρίδη όπου, ως
φοβερός Φαρσέρ και χιουμορίστας μας έκανε και σκάσαμε στα γέλια. Αργά το
απόγευμα και χωρίς πολλές- πολλές σκέψεις αποφασίσαμε να βρεθούμε και πάλι στον παραλίμνιο χώρο, για
ένα ολιγόωρο βραδινό καρτεράκι απ` το οποίο βέβαια δεν περιμέναμε τίποτε
σπουδαίο αφού ο καιρός είχε καλοσυνέψει. Φθάσαμε στην Λίμνη κάπως νωρίς, ήταν
περίπου την ώρα που βασίλευε ο ήλιος, κι όπως λιγόστευε το φως κι ένοιωθες την
μέρα να φεύγει, η ανυπομονησία της νυχτιάς βιαζόταν ν` αγκαλιάσει ό, τι
υπήρχε μπροστά της, βιαζόταν να ρουφήξει, να γευθεί, ό, τι υπήρχε όμορφο και
ορατό, να τα κρύψει όλα κάτω απ` τα σκοτεινά της πέπλα σ` ένα κόσμο σιωπής κι
απόλυτης μυστικότητας.
Μερικά
Λιμνόπουλα με τις τσιριχτές τους κραυγίτσες έδιναν άλλες νότες στο τραγούδι της
σιωπής ενώ κάποια χτυπητά φτερουγίσματα
με απόμακρους παφλασμούς στην άλλη πλευρά με τους πυκνούς καλαμιώνες έδειχναν
ολοφάνερα ότι η ζωή στην Βεγορίτιδα δεν σταματάει ποτέ. Κάποια φώτα από μακριά,
ίσως από τον Άγιο Παντελεήμονα απέναντι, καθρέπτιζαν την αδύναμη παρουσία τους
στο νερό και φάνταζαν σαν παραμυθένιες πυγολαμπίδες που ξεπηδάνε την νύχτα από
τον σκοτεινό βυθό και λικνίζονται στην επιφάνεια σαν Νεραϊδογεννημένες
χορεύτριες.
Το βράδυ, στην
Ταβέρνα του φίλου μας Χρήστου Καραμήτσου, στον Νέο Άγιο Αθανάσιο, στα ριζά του
Περίφημου Καιμακτσαλάν, μας περίμεναν συγκινήσεις και θύμησες από κυνήγια του παλιού
καλού καιρού, στο μεγάλο Βουνό, καθώς και μία σειρά εκλεκτών Εδεσμάτων, που
καταλάγιασαν την ακόρεστη πείνα μας κι έστειλαν αρκετά ποτήρια κόκκινου κρασιού
στο φορτωμένο μας στομάχι, που η ευχαρίστηση της βραδιάς τα οδηγούσε
περισσότερο στην καρδιά μας.
Το
Ξυπνητήρι για το δεύτερο κυνηγετικό πρωινό στην μεγάλη Βεγορίτιδα Λίμνη,
μ` έκανε να πεταχτώ σαν ελατήριο απ` τον βαθύ απολαυστικό μου ύπνο, για να
βρεθούμε και πάλι με τα παιδιά σ` ένα ξεχωριστό κι αχόρταγο κυνήγι υδροβίων,
που ξύπναγε στο μυαλό μου παλιές μεγάλες εποχές, στον Έβρο, στο Γκιαούρ-αντά,
εκεί που σμίγουν τα περάσματα των Υδροβίων με τον τεράστιο φιλόξενο
Υδροβιότοπο. Νύχτα λοιπόν για μια ακόμη φορά στην Βεγορίτιδα και μια περιπέτεια
αρχίζει να ξεδιπλώνεται, ανάμεσ` από ίσκιους κι απροσπέλαστα σκοτάδια, που
λειτουργούν σαν προμαχώνες προστασίας ενός Υδροβιόκοσμου μ`
ερμητικά κρυμμένα μυστικά κι αλήθειες που δύσκολα ξεσκεπάζονται. Καινούριο μέρος, άλλοι καλαμιώνες για
φυλάχτρα κι ο χαμένος μου προσανατολισμός είχε ακουμπήσει εμπιστευτικά στις
πλάτες του Φίλου μου Παύλου Σιδερά, που γέννημα θρέμμα της Άρνισσας, ήξερε την
Βεγορίτιδα όπως γνωρίζει την παλάμη του. Ένα τσιγαράκι, δυο τζούρες καφέ και το
σιγανόφωνο κουβεντολόϊ μέσα στην καμουφλαρισμένη βαρκούλα έδινε κι έπαιρνε
μέχρι το αργοπορημένο Λυκόφως του πρωινού να ρίξει λίγο φως στα σκοτάδια
μας. Το πρώτο ζευγαράκι, με δύο
Σφυριχτάρια, δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του και παρ` όλο που μας πέρασε
πλάγια και κάπως μακριά, γρήγορα μπήκαμε σ` επιφυλακή με τα όπλα σ` ετοιμότητα
και τα μάτια καρφωμένα στον πλατύ υδάτινο δρόμο των πουλιών απ όπου συνήθως μας
αιφνιδίαζαν. Σε λίγο, περιμέναμε να φανούν πρασινοκέφαλα, Κιρκίρια, Ψαλίδες κι
ένα σωρό άλλα υδρόβια, κυνηγήσιμα και μη, που θα στόλιζαν την γοητεία του
πρωινού με τα πλουμιστά τους φτερώματα και τις επιδέξιες καρπώσεις του Παύλου
που τα γκρέμιζε από ψηλά. Και
ξαφνικά...όλα άλλαξαν !!! Ένας χείμαρρος από πυκνά πουπουλένια σύννεφα
κατρακυλούσε αργά από τις πλαγιές του Καιμακτσαλάν, σαν πνιγηρή ογκώδης
χιονοστιβάδα που στο πέρασμά της σκέπαζε τα πάντα. Ένα λευκό παχύ συννεφόστρωμα φυλάκιζε
σταδιακά τα υψώματα, τον κάμπο, την Βεγορίτιδα κι ολάκερα σχεδόν τα παραλίμνια
βουναλάκια που μόλις είχαν ξεφύγει από το σκοτάδι της νυχτιάς. Μείναμε κι δυο άφωνοι, το πέρασμα των πουλιών
σταμάτησε και η πυκνή ομίχλη αγκάλιασε αργά και πιεστικά ότι δήποτε βρήκε στο
δρόμο της. Τρόμαξα...ο Παύλος χαμογέλασε με κάποια πικρία και τραβώντας μια
βαθιά ρουφηξιά στο τσιγάρο του ομολόγησε θλιμμένα: Την πατήσαμε...Δημήτρη, δυστυχώς την
πατήσαμε, το κυνήγι για σήμερα τελείωσε, αυτή η καταραμένη ομίχλη θα είναι
κολλημένη στην Λίμνη μέχρι το μεσημέρι.
Το φευγιό μας, μέσ` απ` αυτή την γκρίζα
δισθεόρατη φυλακή, που δεν γνωρίζαμε το ύψος του άυλου τοίχου της, έμοιαζε
περισσότερο με αγωνιώδη απόδραση εφιαλτικού ονείρου, παρά με εγκατάλειψη
αποτυχημένης κυνηγετικής προσπάθειας.
Δεν έκρυψα την ανακούφισή μου, αλλά και την θλίψη μου, όταν φθάσαμε
επιτέλους στην στεριά, όπως δεν έκρυψα και τον θαυμασμό μου, όταν λίγο αργότερα
για να μην πάει χαμένο το πρωινό μας, ανεβήκαμε για Ελατότσιχλες σ` ένα
κορυφαίο οροπέδιο, που αποτελούσε την φυσική προέκταση του ορεινού όγκου του
Καιμακτσαλάν. Είχε πράγματι αρκετές Ελατότσιχλες και είν` αλήθεια ότι ρίξαμε
κάμποσες τουφεκιές, απολαμβάνοντας παράλληλα από ψηλά, το μαγευτικό τοπίο ενός
κόσμου βυθισμένου στην αγκαλιά μιας λευκόγκριζας ομίχλης, που σίγουρα φάνταζε
σαν κινούμενη ανάσα του αιωνίως παγωμένου Καιμακτσαλάν. Το νοιώθαμε όμως και το
γνωρίζαμε πολύ καλά όλοι μας, ότι το κυνήγι ουσιαστικά είχε τελειώσει όταν
ακόμη είμαστε μέσα στο νερό της Λίμνης.
Δημήτρης Μακρυγιάννης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου